ἀπρόσκοπτος

ἀπρόσκοπτος
ἀπρόσ-κοπτος, ον,
A without offence, IG14.404. Adv. -τως without stumbling,

τρέχειν Eust.925.28

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπρόσκοπτος — without offence masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόσκοπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σκοντάφτει, που δε συναντά προσκόμματα, εμπόδια: Ως τη στιγμή αυτή οι διαπραγματεύσεις γίνονται απρόσκοπτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροσκόπτως — ἀπρόσκοπτος without offence adverbial ἀπρόσκοπτος without offence masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσκοπτον — ἀπρόσκοπτος without offence masc/fem acc sg ἀπρόσκοπτος without offence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”